σάνδαλος

σάνδαλος
ὁ, Μ
είδος πλοιαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον, πιθ. λόγω τού σχήματος τού σκάφους αυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κερβεροσάνδαλε — και καταντεσσάνδαλε (Α) κλητική επικλήσεως ενός χθόνιου δαίμονα στις μαγικές επωδές, δηλ. τα ξόρκια, τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέρβερος + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοσάνδαλος — ον, Α αυτός που φορεί χάλκινα σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] …   Dictionary of Greek

  • σανδάλιν — τὸ, Μ σάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σάνδαλος] …   Dictionary of Greek

  • υποσάνδαλος — ον, Μ (για υπόδημα) αυτός που μοιάζει με σανδάλι («ὑπόδημα μέλαν, ὑποσάνδαλον, δι ὅλου γυμνόν», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάνδαλος (< σάνδαλον «υπόδημα»), πρβλ. μονο σάνδαλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσάνδαλος — ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * < χρυσεο + σάνδαλος / σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος] …   Dictionary of Greek

  • Marine byzantine — L enseigne impériale (basilikon phlamoulon) des navires byzantins au XIVe siècle, décrite par Georges Kodinos et reproduite dans l’atlas castillan Conoscimento de todos los reinos (ca. 1350)[ …   Wikipédia en Français

  • Византийский флот — Византийский флот …   Википедия

  • μονοσάνδαλος — και μονοσάνταλος, η, ο (Α μονοσάνδαλος, ον) αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο σάνδαλος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”